- απάλαμνος
- ἀπάλαμνος κ. ἀπάλαμος, -ον (Α)1. αυτός που δεν έχει χέρια, ο αδέξιος2. απρόσεκτος, απερίσκεπτος3. (για πράξεις και λόγους) παράνομος, ανόσιος, υβριστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (ουδ.) *παλάμα. Τύποι όπως ο απάλαμνος προϋποθέτουν ένα ουδ. *πάλαμα παράλληλα προς το θηλυκό παλάμη (πρβλ. μνήμα: μνήμη, γνώμα: γνώμη, από θ. σε *n + (επίθημα) -mno (πρβλ. ατέραμνος)].
Dictionary of Greek. 2013.